- ἀσεβέστατος
- ἀσεβήςungodlymasc nom superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανάθεος — πανάθεος, ον (Μ) εντελώς άθεος, ασεβέστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄθεος] … Dictionary of Greek
παναίσυλος — παναίσυλος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «παγκάκουργος», εντελώς ασεβής, ασεβέστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αἴσυλος «κακούργος, εγκληματίας»] … Dictionary of Greek
πανασεβής — πανασεβής, ές (Μ) ασεβέστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀσεβής] … Dictionary of Greek
Κινησίας — (450; – 390; π.Χ.). Αθηναίος διθυραμβοποιός. Ήταν γιος του κιθαρωδού Μέλητα. Ήταν κουτσός και ισχνός, ασεβέστατος και κακός ποιητής, κατά τη μαρτυρία του Πλούταρχου στα Ηθικά. Η συμπεριφορά του έγινε στόχος των κωμικών ποιητών και ειδικά του… … Dictionary of Greek
ԱՄԲԱՐՇՏԱԳՈՅՆ — ( ) NBH 1 0055 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c, 12c ա. ԱՄԲԱՐՇՏԱԳՈՅՆ կամ ԱՄՊԱՐՇՏԱԳՈՅՆ ἁσεβέστερος, δυσσεβέστερος, ἁσεβέστατος magis impius, impiissimus Առաւել ամբարիշտ, եւ ամբարշտական. աւելի գէշ, ա՛լ չար. ... *Ամպարիշտ է, որ ...… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)